ψιθυριστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που λέγεται ψιθυριστά: Μιλούσαμε ψιθυριστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαλιανός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 67 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρακαμπιλίων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου… … Dictionary of Greek
ατρεμαίος — ἀτρεμαῑος, α, ον (Α) [ατρεμής] 1. ατρεμής 2. (για φωνή) ψιθυριστός … Dictionary of Greek
μουρμουριστός — ή, ό [μουρμουρίζω] 1. ψιθυριστός, χαμηλόφωνος 2. (για μέλισσα) αυτή η οποία προκαλεί βόμβο (κι η μέλισσα μουρμουριστή σιμά του τριγυρίζει», Σουμμ.) … Dictionary of Greek
χαμηλός — ή, ό / χαμηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χαμ(π)λός, ή, ό, Ν, και χαμαλός, ή, όν, Α 1. αυτός που αναπτύσσεται χάμω, κοντά στο έδαφος 2. αυτός που έχει μικρό ύψος, βραχύς, κοντός νεοελλ. 1. ο κάτω τής κανονικής και συνήθους στάθμης («χαμηλή… … Dictionary of Greek